Τετ, 04 Δεκ 2024
Αρχική  > Πολιτική - Οικονομία - Διεθνή

Τι θέλει για την Αυτοδιοίκηση η τελική Έκθεση της “Επιτροπής Πισσαρίδη”

27/11/2020

Πλήθος σημείων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση περιλαμβάνονται στην τελική Έκθεση «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» της “Επιτροπής Πισσαρίδη”, που έδωσε στη δημοσιότητα η Κυβέρνηση. 

Μέσα στις 244 σελίδες της, σταχυολογήσαμε τα κάτωθι αποσπάσματα ειδικά για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. 

Προειδοποιούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος τους δεν είναι παρά φλύαρη αναφορά όσων ήδη ισχύουν, περιγραφές αυτονόητες στους πάντες, “θεωρίες” τόσο τετριμμένες που εδώ και πάρα πολλά χρόνια επαναλαμβάνονται στα συμπεράσματα των συνεδρίων της ΚΕΔΕ και σε προγράμματα πολιτικών κομμάτων.

Ως προς τα ελάχιστα σημεία όπου όντως κάτι συγκεκριμένο προτείνεται, είναι βέβαιον ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις από τους ενδιαφερόμενους, εάν επιχειρηθεί εξειδίκευση και νομοθέτησή τους. Η Κυβέρνηση άλλωστε ήδη έχει σπεύσει να διευκρινίσει, στο Δ.Τ. που συνόδευε τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης, ότι «οι προτάσεις της δεν αποτελούν κυβερνητικές αποφάσεις».

 

Ιδιαίτερη έκπληξη πάντως προκαλεί η ιδέα στη σελίδα 63 (βλ. επί λέξει κατωτέρω) πως «η εποπτεία του Κράτους» ως προς τη διαχείριση των πόρων της Αυτοδιοίκησης, πρέπει να εξετάζει, όχι μόνο ζητήματα νομιμότητας, αλλά και «αποτελεσματικότητας», δηλαδή «αν η χρήση των πόρων έχει ουσιαστικά αποτελέσματα στην πράξη» !

Ο Δήμος, γράφουν, «δεν θα μπορεί να ζητάει περισσότερους πόρους από την κεντρική διοίκηση αν δεν διαχειρίζεται καλά αυτούς που λαμβάνει» !

Ο AIRETOS υπενθυμίζει ότι οι Αιρετοί σε αυτή τη Χώρα έχουν δώσει αγώνες για να εφαρμόζεται η  παρ.4 του αρ.102 του ελληνικού Συντάγματος, που ορίζει ότι «το Κράτος ασκεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας».  Στη Δημοκρατία μας, το εάν οι Αιρετοί «διαχειρίζονται καλά» τους πόρους και τι σημαίνει στην ουσία «καλά», κρίνεται στην κάλπη και από καμία κρατική εποπτεία ουσίας.  Οι Αιρετοί έχουν λαϊκή εντολή και χρέος να διεκδικούν («ζητάνε» κατά την Επιτροπή) τους πόρους που κρίνουν ότι έχουν ανάγκη οι δημότες και οι πόλεις τους, ανεξαρτήτως του όποιου «μαθηματικού τύπου» και χωρίς κρατική λογοκρισία.

 

Ακολουθούν τα αποσπάσματα:

(Σελ. 13)   6. Ταχεία ολοκλήρωση του κτηματολογίου, των δασικών χαρτών, και των καθορισμών χρήσεων γης μέσω της κατάρτισης Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων. Ενισχυμένη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης στις διαδικασίες. (...) 7. Μεταφορά αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο, σε τομείς όπως η εκπαίδευση και η χωροταξία, με την κεντρική διοίκηση να ασκεί περισσότερο επιτελικό ρόλο. Συγχώνευση και απλούστευση όλων των φόρων για την ακίνητη περιουσία και μεταφορά μέρους τους σε τοπικό επίπεδο. Οι πόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι ανάλογοι με τις αρμοδιότητες, και η μεταφορά τους να γίνεται με βάση διαφανείς διαδικασίες και παραμέτρους. (...) Εκσυγχρονισμός της δομής του συστήματος εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Έμφαση στην προσχολική αγωγή. Αύξηση του μέσου μεγέθους των σχολικών μονάδων, με ουσιαστική αυτονομία συμπεριλαμβανομένων και των προσλήψεων, και αξιολόγησή τους. Καθολική ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών και περιεχομένου, επέκταση προγραμμάτων ολοήμερου σχολείου, μεταφορά αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση.

(Σελ. 58)  Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα έχει περιορισμένες αρμοδιότητες σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, το 2010 οι δαπάνες της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα ανέρχονταν στο 2,8% του ΑΕΠ, έναντι 7,1% στην Πορτογαλία, 18,1% στην Αυστρία, 19,7% στο Βέλγιο, και 14,6% στο σύνολο της ΕΕ. Σημαντικές είναι επίσης οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης -- κάτι που συμβαίνει εν μέρει επειδή η κεντρική διοίκηση εισέρχεται σε πολλές από τις δραστηριότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για παράδειγμα, για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών αρμόδια είναι και η Πολιτική Προστασία, η οποία ανήκει στην κεντρική διοίκηση, και οι κατά τόπους περιφέρειες. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά την εποπτεία των σχολείων και νοσοκομείων. Η πλήρωση των θέσεων σε ένα σχολείο αποφασίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, η συντήρηση των κτηρίων είναι αρμοδιότητα των δήμων, οι πόροι για βασικές λειτουργικές δαπάνες, όπως ρεύμα και θέρμανση, καλύπτονται από το Υπουργείο Εσωτερικών, και η αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλου συναφούς εξοπλισμού γίνεται από την εταιρεία Κτηριακές Υποδομές (ΚΤΥΠ). Αντίστοιχα, κάποια είδη δαπανών ενός δημόσιου νοσοκομείου εγκρίνονται από το Υπουργείο Υγείας, κάποια άλλα είδη εγκρίνονται από την περιφέρεια, και κάποια άλλα από την Υγειονομική Περιφέρεια, η οποία μπορεί να έχει διαφορετικό γεωγραφικό εύρος από την περιφέρεια. Οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων διαχέουν τις ευθύνες μεταξύ των δημόσιων φορέων, μειώνοντας τα κίνητρα απόδοσης και επομένως την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Για παράδειγμα, μια περιφέρεια μπορεί να ισχυριστεί ότι τα νοσοκομεία που βρίσκονται στη επικράτειά της δεν λειτουργούν καλά επειδή το Υπουργείο Υγείας δεν καλύπτει επαρκώς τις δαπάνες για τις οποίες είναι αρμόδιο -- ανεξάρτητα από το αν η ίδια καλύπτει ή όχι το δικό της τμήμα δαπανών. Οι πόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα προέρχονται σε μεγάλο βαθμό -- μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ -- από μεταβιβάσεις από την κεντρική διοίκηση. Αυτό δεν συνιστά απαραίτητα πρόβλημα. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το ύψος των μεταβιβάσεις δεν καθορίζεται από κάποιες προσυμφωνημένες παραμέτρους, αλλά από τις εκάστοτε ανάγκες και πολιτικές συνθήκες. Αυτό διαχέει τις ευθύνες ακόμα περισσότερο. Στο παραπάνω αναφερόμενο παράδειγμα του νοσοκομείου, η περιφέρεια μπορεί να ισχυριστεί ότι αδυνατεί να πληρώσει για τις προμήθειες για τις οποίες είναι αρμόδια επειδή η κεντρική διοίκηση δεν της παρέχει αρκετούς πόρους.

(Σελ.63) Τοπική αυτοδιοίκηση Οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να αντιμετωπιστούν με το να υπάρχει καλύτερη διάκριση μεταξύ αρμοδιοτήτων, και καλύτερη αντιστοιχία μεταξύ αρμοδιοτήτων και πόρων. Για παράδειγμα, αντί η πλήρωση των θέσεων σε ένα σχολείο να αποφασίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, η συντήρηση των κτηρίων από τους δήμους, οι πόροι για βασικές λειτουργικές δαπάνες από το Υπουργείο Εσωτερικών, και η αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών από την ΚΤΥΠ, θα μπορούσαν να δοθούν είτε όλες οι αρμοδιότητες στους δήμους, είτε όλες στο Υπουργείο Παιδείας. Με τον τρόπο αυτό, οι ευθύνες για την προβληματική λειτουργία ενός σχολείου δεν θα διαχέονταν. Με την ίδια λογική, οι πόροι που παρέχονται σε ένα δήμο ή μια περιφέρεια από την κεντρική διοίκηση θα πρέπει να αντιστοιχούν καλύτερα στις αρμοδιότητες και να καθορίζονται από μια διαφανή διαδικασία. Για παράδειγμα, οι πόροι που θα λαμβάνει ένας δήμος από την κεντρική διοίκηση θα μπορεί να καθορίζονται από ένα μαθηματικό τύπο που λαμβάνει υπόψη παραμέτρους όπως ο πληθυσμός και το εισόδημα. Εναλλακτικά, ο δήμος θα μπορεί να λαμβάνει ένα σταθερό ποσοστό των εσόδων από τη φορολογία των ακινήτων που βρίσκονται στην επικράτειά του. Αυτό θα βελτιώσει την χρηστή διαχείριση, καθώς ο δήμος δεν θα μπορεί να επιρρίψει εύκολα ευθύνες στην κεντρική διοίκηση για ελλιπή χρηματοδότηση και δεν θα μπορεί να ζητάει περισσότερους πόρους από την κεντρική διοίκηση αν δεν διαχειρίζεται καλά αυτούς που λαμβάνει. Θα είναι επίσης ευκολότερο να συγκριθούν διαφορετικοί δήμοι ως προς την αποτελεσματικότητα τους. Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν για τις περιφέρειες. Ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης στο σύστημα αυτό είναι να ασκεί γενική εποπτεία ως προς την διαχείριση των πόρων, και να αναδιανέμει πόρους από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους δήμους και περιφέρειες. Η εποπτεία του κράτους ως προς τη διαχείριση είναι σκόπιμο να εξετάζει τόσο ζητήματα νομιμότητας όσο και αποτελεσματικότητας. Με το υπάρχον σύστημα, το βάρος δίνεται κυρίως στη νομιμότητα, δηλαδή αν οι πόροι κατανέμονται νόμιμα. Θα πρέπει να εξετάζεται και η αποτελεσματικότητα, δηλαδή αν η χρήση των πόρων έχει ουσιαστικά αποτελέσματα στην πράξη. Με τις παραπάνω θεσμικές αλλαγές θα καταστεί δυνατό να δοθούν περισσότερες αρμοδιότητες και πόροι στην τοπική αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Η αποκέντρωση αυτή είναι θεμιτή καθώς έχει το σημαντικό πλεονέκτημα ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με καλύτερη γνώση των τοπικών συνθηκών και αναγκών. Για παράδειγμα, οι δήμοι ή οι περιφέρειες θα μπορούν να έχουν τη συνολική ευθύνη για τη διαχείριση των σχολείων που βρίσκονται στην επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένης και της πλήρωσης των θέσεων σε αυτά, όπως αναφέρεται στην Ενότητα 4.3. Το ίδιο ισχύει για τον χωροταξικό σχεδιασμό, όπως αναφέρεται στην Ενότητα 4.5. Ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης στο σύστημα αυτό καθίσταται περισσότερο επιτελικός. Για παράδειγμα, το Υπουργείο Παιδείας θα αποφασίζει για βιβλία και προγράμματα σπουδών και το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τις γενικές κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού. Η διοικητική αποκέντρωση μπορεί να συνοδευτεί από τη δημιουργία μητροπολιτικών δήμων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ώστε τα σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες αυτές πόλεις να εξετάζονται στο επίπεδο ολόκληρης της πόλης παρά σε αυτό των πολλών μικρότερων δήμων, όπως τώρα.

(Σελ.79) Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (...) Άλλες αρμοδιότητες μπορούν να μεταβιβασθούν στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπως ιδίως η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων, με διασφάλιση των εργασιακών τους σχέσεων. Η αποκέντρωση αυτή, είτε στους δήμους είτε στις περιφέρειες, πέρα από την έγκαιρη στελέχωση και τη βελτίωση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων, θα ενισχύσει τον επιτελικό ρόλο της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, θα ενδυναμώσει τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, θα βελτιώσει την ανταπόκριση στις διαρκώς μεταβαλλόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες και θα ενισχύσει την μεταρρυθμιστική ικανότητα του κράτους.

(Σελ.97) Η κατάρτιση ΤΠΣ απαιτεί τη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο δήμοι είναι σκόπιμο να έχουν λόγο στον καθορισμό των χρήσεων γης στην επικράτειά τους, καθώς γνωρίζουν καλύτερα τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες. Η κατάρτιση των ΤΠΣ θα πρέπει να αναλαμβάνεται από τους ίδιους τους δήμους, με την κεντρική διοίκηση να καθορίζει κανόνες που να διασφαλίζουν ότι τα ΤΠΣ θα είναι συμβατά μεταξύ τους καθώς και με τον υπερκείμενο σχεδιασμό, και την περιφέρεια να παρέχει περισσότερο εξειδικευμένες κατευθύνσεις. Το υπόδειγμα αυτό ακολουθείται, με μικρές παραλλαγές, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.  Ενώ η Ελλάδα έχει υιοθετήσει ένα παρόμοιο υπόδειγμα, η λειτουργία του στην πράξη έχει αποδειχθεί προβληματική. Πολλοί δήμοι δεν έχουν την τεχνογνωσία και τους πόρους να καταρτίσουν ΤΠΣ τα οποία να είναι συμβατά με έναν ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό. Υπόκεινται επίσης σε πιέσεις από ιδιοκτήτες ακινήτων που έχουν να χάσουν από μια αλλαγή χρήσεων γης. Η μικρή πρόοδος που έχει σημειωθεί με την κατάρτιση ΤΠΣ οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε αυτούς τους παράγοντες. (...)