* Η Ελεονώρα Γεώργα είναι Δήμαρχος Λήμνου
Η Ευρώπη, μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών και των αποφάσεων των θεσμών της, έχει εδώ και δεκαετίες αναγνωρίσει τις αδιαμφισβήτητες προκλήσεις της νησιωτικότητας και την υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των νησιωτών στα δημόσια αγαθά. Περαιτέρω, το Σύνταγμα της Ελλάδας επισημαίνει την υποχρέωση του νομοθέτη και της διοίκησης να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών, όταν θεσπίζουν κανόνες και πολιτικές.
Παρατηρώντας, ωστόσο, την εξέλιξη των πραγμάτων, ιδιαίτερα κατά τα έτη που ακολούθησαν την οικονομική κρίση, διαπιστώνει κανείς ότι οι δεσμεύσεις για ουσιαστική στήριξη της νησιωτικότητας αποτελούν, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις κενό γράμμα. Το κεντρικό κράτος γνωρίζει τις ειδικές οικονομικές, κοινωνικές και γεωγραφικές συνθήκες και φυσικά τους εθνικούς λόγους που υπαγορεύουν την υποστήριξη των απομακρυσμένων περιοχών μας, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται πολύ κοντά στα εθνικά και ευρωπαϊκά σύνορα. Και ενώ όλα αυτά είναι εις γνώση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, παρατηρούμε ότι ατονεί το ενδιαφέρον της Πολιτείας είτε με την εφαρμογή αναποτελεσματικών πολιτικών είτε με την ολιγωρία να χαράξει πολιτικές στην ορθή κατεύθυνση.
Το γεγονός αυτό στη Λήμνο των 17.000 κατοίκων γίνεται αισθητό σε διάφορα επίπεδα. Η απογύμνωση και κατάργηση υπηρεσιών, η απουσία επαρκούς υγειονομικής κάλυψης, ικανής να μας προσφέρει αίσθημα ασφάλειας, οι προβληματικές συγκοινωνίες, προβλήματα που παραμένουν άλυτα ενώ θα έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί προ πολλού, δεν συνάδουν με την εποχή μας.
Η οικονομική ανισότητα, η αύξηση του κόστους μετακίνησης, η ακρίβεια εν γένει και η αδυναμία έγκαιρου προγραμματισμού των ακτοπλοϊκών δρομολογίων, σε συνδυασμό με τις δυσλειτουργίες στην εφαρμογή του μεταφορικού ισοδύναμου, αποτελούν παράγοντες που υπονομεύουν την αναπτυξιακή προσπάθεια που συντελείται στα νησιά μας. Μία προσπάθεια για την οποία μπορεί να λαμβάνουμε εύσημα, ωστόσο βασίζεται πρωτίστως στις δυνάμεις της τοπικής αυτοδιοίκησης ,των φορέων και των κατοίκων των νησιών μας.
Το γνωρίζουμε όλοι ότι οι επιχειρήσεις μας εμφανίζουν ένα πολύ σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα, που δεν καταργείται με την εφαρμογή του ισοδύναμου: στερούνται των οικονομιών κλίμακας των αστικών κέντρων και των περιοχών με μεγάλους πληθυσμούς. Δεν είναι, λοιπόν, παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι η στήριξη των νησιωτικών τόπων αποτελεί βασικό τρόπο να αντισταθμιστεί αυτή η ανισότητα.
Η εξαίρεση του νησιού της Λήμνου από το μέτρο του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ αποτέλεσε άλλη μια κατάφωρη αδικία. Ο συντελεστής αυτός καθιερώθηκε στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής στήριξης των ακριτικών περιοχών μας που φέρουν χαρακτηριστικά γεωγραφικής απομόνωσης, περιορισμένων πόρων και αυξημένων λειτουργικών εξόδων .Τα οφέλη από το μέτρο είναι πολυδιάστατα και δύνανται να συμβάλλουν στην οικονομική βιωσιμότητα, τη συγκράτηση του πληθυσμού, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των τοπικών επιχειρήσεων, καθώς και την τουριστική ανάπτυξη. Στη Λήμνο δεν εφαρμόστηκε από άστοχη επιλογή της Πολιτείας να συνδέσει το μέτρο με το μεταναστευτικό κι έτσι τυγχάνει ακόμη εφαρμογής σε νησιά που επιβαρύνονται καθοριστικά από αυτό το πρόβλημα.
Οι πολιτικές στήριξης αποτελούν βασικό αντιστάθμισμα στις ανισότητες που υφίστανται οι τόποι μας. Είναι, λοιπόν, στο χέρι της Πολιτείας να συνδεθεί η νησιωτικότητα με την ανάπτυξη και την πρόοδο, με τον εκσυγχρονισμό και την κοινωνική-οικονομική μας εξέλιξη και να αφήσει στο παρελθόν την υστέρηση, την απομόνωση και την αδυναμία ανταπόκρισης στις ευκαιρίες και τις προκλήσεις της εποχής.