Σαβ, 20 Απρ 2024
Αρχική  > Πολιτική - Οικονομία - Διεθνή

Ψήφο στις αυτοδιοικητικές εκλογές για τους πολίτες τρίτων χωρών προτείνει στην Αναθεώρηση του Συντάγματος η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

13/2/2019

Συνεχίζεται σήμερα Τετάρτη η συζήτηση περί Συνταγματικής Αναθεώρησης στην Ολομέλεια της Βουλής, με τη σχετική ψηφοφορία να έχει προγραμματιστεί για αύριο Πέμπτη.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) ανέλαβε την πρωτοβουλία, στο πλαίσιο της τρέχουσας διαδικασίας, για την κατάθεση προτάσεων στη Βουλή σχετικά με την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος που εμπίπτουν στις καταστατικές της αρχές.  Υπενθυμίζεται ότι η ΕλΕΔΑ αποτελεί την παλαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάρχει στην Ελλάδα, ιδρυθείσα αρχικά το 1936, αποτελεί δε τακτικό μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Μεταξύ των προτάσεων (το πλήρες περιεχόμενο των οποίων είναι διαθέσιμο ΕΔΩ)υπάρχει η συμπερίληψη διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι των αλλοδαπών, πολιτών τρίτων χωρών στις εκλογές για την ανάδειξη των Αρχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

 

Αναλυτικότερα, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προτείνει ως επιτακτικά επιβεβλημένη τη συμπερίληψη μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων και αυτών του άρθρου 102, που τιτλοφορείται “Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης”, προκειμένου να διασφαλισθεί συνταγματικά με σαφή τρόποη βούληση της Ελληνικής Πολιτείας για την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων συμμετοχής των νόμιμα διαμενόντων μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Όπως επισημαίνει, πρόκειται για πρόταση απολύτως ώριμη για την οποία, επί της αρχής τουλάχιστον, είχε διαπιστωθεί στο παρελθόν ευρεία συναίνεση, τόσο από τη συνταγματική θεωρία όσο και από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων.

Η εν λόγω πρόταση συνοδεύεται από εκτενές αιτιολογικό σημείωμα, όπου παρουσιάζεται όλη η συναφής τεκμηρίωση, όπως μπορείτε να δείτε κατωτέρω.

Όσον αφορά το περιεχόμενο και μορφή της τροποποιητικής παρέμβασης του αναθεωρητικού νομοθέτη επί του αρ.102, η ΕλΕΔΑτονίζει ότι αυτή θα μπορούσε να προσλάβει τη μορφή είτε της προσθήκης επιπλέον εδαφίου της παραγράφου είτε σχετικής ερμηνευτικής δήλωσης, ώστε να προσδιορισθεί ρητώς το ότι η δημοκρατική διακυβέρνηση των τοπικών υποθέσεων αποτελεί το θεμέλιο της συμμετοχής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτών τρίτων χωρών στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τους όρους του νόμου.

 

Αιτιολογικό σημείωμα της πρότασης

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι αυτή αποτελεί μια Ένωση κρατών που αναγνωρίζει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες (άρθρο 6 Συνθήκης της Λισσαβώνας/ΣυνθΕΕ) και στηρίζει τις λειτουργίες της στη δημοκρατική αρχή (άρθρο 9 ΣυνθΕΕ).Η Ένωση αναλαμβάνει να παρέχει στους πολίτες της έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας (άρθρο 3§2 ΣυνθΕΕ). Μαζί όμως με την εγγύηση της ασφάλειας αναλαμβάνει δεσμευτικά την προώθηση και διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής των ευρωπαϊκών πληθυσμών με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας (άρθρο 3§3, εδ. β και γ ΣυνθΕΕ). 

Γι’ αυτό και το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη μετανάστευση υποδεικνύει ως θεμελιώδη προτεραιότητα και, μάλιστα, δεσμευτικά για τα κράτη-μέλη, την εντατική προώθηση της κοινωνικής ένταξης των νομίμων μεταναστών (άρθρο 79§ 4 ΣυνθΕΕ) συνοδεύοντάς την μάλιστα με γενναία χρηματοδότηση. Πιο συγκεκριμένα, το λεγόμενο “Πρόγραμμα της Στοκχόλμης” που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβριο του 2009 υπογραμμίζει την ανάγκη υιοθέτησης ενεργητικών πολιτικών ένταξης για τον σκοπόακριβώς “της διασφάλισης της δίκαιης μεταχείρισης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών της. Μια πιο ενεργητική πολιτική ενσωμάτωσης πρέπει να έχει ως στόχο να τους αναγνωρίσει δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα με εκείνα των πολιτών της Ένωσης”.

Μια από τις πλέον ενεργητικές μορφές κοινωνικής ένταξης των μεταναστών είναι η πολιτική συμμετοχή των πολιτών τρίτων χωρών, που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στη χώρα στα κράτη μέλη της Ένωσης, στις τοπικές εκλογές: συντελεί καθοριστικά στην άρση των αποκλεισμών και της περιχαράκωσης σε γκέτο, σηματοδοτεί την ουσιαστική κοινωνική όσμωσημεταξύ των μεταναστών και των τοπικών κοινωνιών υποδοχής και αναδεικνύει τον πρωτοποριακό ρόλο της Αυτοδιοίκησης στην υλοποίηση ενός προτύπου κοινωνίας δημοκρατικής και ανοιχτής στη διαφορά.

Τον θεσμικό αυτό προσανατολισμό επιχειρεί να προάγει ήδη από πολύ νωρίς μεταξύ των μελών του το Συμβούλιο της Ευρώπης με την από 05.2.1992 “Σύμβαση για τη συμμετοχή αλλοδαπών στη δημόσια ζωή σε τοπικό επίπεδο”, την οποία η χώρα μας αν και έχει υπογράψει εξακολουθεί να μην έχει κυρώσει. Η ίδια κατεύθυνση υποδεικνύεται όμως ρητά και από το “Πρόγραμμα της Στοκχόλμης”, μεταξύ των μέτρων για τη σταδιακή απονομήδικαιωμάτων στους αλλοδαπούς πολίτες τρίτων χωρών, κατ’ αναλογία των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτούς, όπως είναι γνωστό, έχει ήδη αποδοθεί το δικαίωμα άσκησης εκλογικού δικαιώματος, στον τόπο κατοικίας τους, στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, σήμερα, υπό προϋποθέσεις που ποικίλλουν, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές των ΟΤΑ στους επί μακρόν διαμένοντες αλλοδαπούς μετανάστες. Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται η Ισπανία, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Ιρλανδία.

Στο ίδιο πλαίσιο και μέχρι πριν από μόλις λίγα χρόνια στη χώρα μας, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου φαινόταν να ομονοεί σχετικά με την πλήρη νομική συμβατότητα της κατεύθυνσης αυτής με την ελληνική συνταγματική τάξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σχετικό ζήτημα ανακινήθηκε ρητά τόσο κατά την τελευταία αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος το 2001, όσο και κατά την άκαρπη προσπάθεια εκ νέου αναθεώρησής του το 2007. Υπενθυμίζεται, πιο συγκεκριμένα, ότι στην αρχική διατύπωση της ειδικής  διάταξης του άρθρου 102 § 2 Σ. προστέθηκαν οι λέξεις “όπως νόμος ορίζει”, με τη ρητά δεδηλωμένη πρόθεση, που εξέφρασε τότε ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, κ. Ευ. Βενιζέλος, να κατοχυρωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας “η δυνατότητα συμμετοχής των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές”. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε εκ νέου πανηγυρικά λίγα χρόνια αργότερα, όταν, στο πλαίσιο της τότε επιχειρηθείσας τρίτης αναθεώρησης του ισχύοντος Συντάγματος, η πλειοψηφία της αναθεωρητικής βουλής απέρριψε πρόταση να περιληφθεί στο Σύνταγμα ρητή σχετική διάταξη, με το αιτιολογικό, που εξέφρασε ο καθηγητής Διοικητικού Δικαίου και νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος, γενικός εισηγητής τότε της πλειοψηφίας, ότι “δεν είναι αναγκαίο να μπει στο Σύνταγμα κάτι τέτοιο, διότι δεν προσθέτει τίποτα”.

Με δεδομένη την ευρύτερη πολιτική σύμπνοια αλλά και υπό την πίεση του επιτακτικού εθνικού συμφέροντος για ασφάλεια και κοινωνική συνοχή εν όψει της μακροχρόνιας παρουσίας ενός και πλέον εκατομμυρίου μεταναστών και προσφύγων στην Ελληνική επικράτεια, τον προαναφερθέντα θεσμικό προσανατολισμό της ενεργού κοινωνικής ένταξης δια της απονομής δικαιώματος συμμετοχής στις τοπικές εκλογές ανέλαβε να υλοποιήσει ο κοινός νομοθέτης του Ν. 3838/2010. Συγκεκριμένα, με τα άρθρα 14 επ. του εν λόγω νομοθετήματος, απονεμήθηκαν σε πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν συνεχώς και νόμιμα στη χώρα για πέντε τουλάχιστον χρόνια και έχουν, κατά τεκμήριο και στη βάση των τίτλων επί μακρόν διαμονής που κατέχουν, ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, το δικαίωμα του εκλέγειν στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάδειξης των αρχών του Α’ βαθμούΤοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη θέση Δημοτικού Συμβούλου. Την επιλογή δε αυτή χαιρέτισαν τότε ως ιδιαίτερα ενθαρρυντική τόσο ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους Πολιτικούς Πρόσφυγες όσο και ο Επίτροπος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σε εφαρμογή του συγκεκριμένου νομοθετήματος 12.538 πολίτες τρίτων χωρών και ομογενείς ενεγράφησαν σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των Δήμων και συμμετείχαν για πρώτη φοράστις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2010.

Ωστόσο, μόλις τρία χρόνια μετά, με την υπ' αριθ. 460/2013 απόφασή της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδικάζοντας κατά παραπομπή από το αρμόδιο Δ΄ Τμήμα αίτηση ακύρωσης κατά κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, που είχαν εκδοθεί σε εκτέλεση του Ν. 3838/2010, έκρινε τις σχετικές με την ψήφο των μεταναστών διατάξεις αυτού του τελευταίου ως αντικείμενες στο Σύνταγμα. Προκειμένου να στηρίξει την εν λόγω κρίση του, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο κατέφυγε σε μια παρωχημένη -αναγόμενη στην βισμαρκική περίοδο της γερμανικής ιστορίας- και εν πολλοίς αυταρχική αντίληψη για την σχέση κρατικής κυριαρχίας και Τοπικής Αυτοδιοίκησης που είχε υιοθετήσει σε ανάλογη περίπτωση στο παρελθόν το Γερμανικό Συνταγματικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο,  ακολουθούμενο μάλιστα και από το Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με την αντίληψη αυτή, οι τοπικές αυτοδιοικητικές αρχές αποτελούν κατ' ουσίαν δημιουργήματα/εξαρτήματα της κυρίαρχης δημόσιας εξουσίας του κεντρικού Κράτους, ώστε η δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της τελευταίας, από οιονδήποτε και αν ασκείται, να είναι δυνατή με την αποκλειστική συμμετοχή μόνον όσων φέρουν την ιδιότητα του πολίτη/υπηκόου. 

Η αντίληψη αυτή όμως είναι όλως εσφαλμένη τόσο γενικά, καθότι εν τέλει φέρει τον πολίτη να αποτελεί όργανο απλώς ενός μεταφυσικού κυρίαρχου εθνικού κράτους, όσο και ειδικά όσον αφορά τη συμβατότητά της με την ελληνική συνταγματική τάξη. Γιατί η απονομή σε αλλοδαπούς του δικαιώματος πολιτικής συμμετοχής στις τοπικές εκλογές διευρύνει μεν το εκλογικό σώμα των ΠρωτοβάθμιωνΤοπικών Αυτοδιοικήσεων, από την άλλη, όμως, όπως επισημαίνεται και από την ισχυρότατη μειοψηφία 15 μελών του Δικαστηρίου, η διεύρυνση αυτή εναρμονίζεται πιστά τόσο µε το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο της αυτοτέλειας στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, όπως αυτή διαγράφεται από το άρθρο 102 του Συντάγματος όσο και με και τον “ανοικτό” χαρακτήρα της δημοκρατικής αρχής. Επισημαίνεται δε ότι, υπό το πρίσμα της εν λόγω αντίληψης, εμφανίζεται όλως εκκρεμές και αδικαιολόγητο το κοινοτικό κεκτημένο της συμμετοχής των ευρωπαίων πολιτών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Πράγματι, προκειμένου να καλύψει το αβάσιμο του σκεπτικού της, η εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ καταλήγει να θεωρεί με συγκατάβαση ότι η ψήφος των ευρωπαίων πολιτών “επεβλήθη” σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας “έξωθεν”, κατόπιν παραχώρησης, δυνάμει του άρθρου 28 Σ., κυριαρχικών δικαιωμάτων στα όργανα της Ε.Ε.!

Η εν λόγω απόφαση κατακρίθηκε τεκμηριωμένα από τη συνταγματική θεωρία και έρχεται σε αντίθεση με το ιστορικό αποτύπωμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως του Ανωτάτου Δικαστηρίου που κατ’ εξοχήν εγγυάται και προάγει το Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου. Εντούτοις  δημιουργεί ένα θεσμικό τετελεσμένο, η ανατροπή του οποίου σε σύντομο χρόνο, δια της οδού της νομολογιακής μεταστροφής, είναι αμφίβολη ιδίως λόγω αδράνειας αλλά και εύλογης κατ' αρχήν επιφυλακτικότητας των δικαστικών αρχών απέναντι σε πολιτικά φορτισμένα ζητήματα.  Στο μεταξύ όμως, οι συνεχείς εξελίξεις στο μέτωπο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών τα τελευταία χρόνια έχουν καταστήσει ακόμη πιο επιτακτικό και πιεστικό, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδα, το δημόσιο συμφέρον της δραστικής προώθησης της ομαλής κοινωνικής ένταξης των πολιτών τρίτων χωρών, ιδίως όσων διαμένουν ήδη μακρόχρονα στην ελληνική και ευρωπαϊκή επικράτεια. Το γεγονός δε ότι το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5 § 1 Σ. αναγνωρίζει στον καθένα, άρα και στους αλλοδαπούς, το δικαίωμα να συμμετέχει, υπό τους όρους που αυτό ορίζει, και στην πολιτική ζωή της χώρας, ως όρο συνδεόμενο μάλιστα με την προσωπική αυτονομία του, συνεπάγεται ότι η σταδιακή απονομή ολοένα και πληρέστερων δικαιωμάτων  πολιτικής συμμετοχής των αλλοδαπών που είναι μόνιμα και νόμιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, δεν μπορεί να παρακαμφθεί ως μηχανισμός ένταξής τους στην κοινωνική ζωή παρά μόνον σε βάρος της δημοκρατικής αρχής (άρθρο 1 § 2 και 3 Σ.) αλλά και αυτής της αξίας του προσώπου (άρθρο 2 § 1 Σ.). »