Σαβ, 20 Απρ 2024
Αρχική  > Νομαρχίες  > Υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς

Παρέμβαση Υπερνομάρχη Ντίνας Μπέη στο Έκτακτο Συνέδριο της ΕΝΑΕ

16/5/2008
Την απογοήτευση και τον προβληματισμό της για τις κυβερνητικές θέσεις που εξέφρασε ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Προκόπης Παυλόπουλος σχετικά με τη Διοικητική Μεταρρύθμιση εξέφρασε η Υπερνομάρχης Αθηνών-Πειραιώς κ. Ντίνα Μπέη στη παρέμβασή της στο έκτακτο Συνέδριο της ΕΝΑΕ.
«Πρέπει να αποτολμηθούν μέτρα που θα μας βγάλουν από το καθεστώς ενός ακόμη μηχανισμού γραφειοκρατίας που δίνει άλλοθι στις ελλείψεις της κεντρικής διοίκησης» τόνισε η κ. Μπέη και επισήμανε ότι «οι προτάσεις του Συνεδρίου πρέπει να είναι ξεκάθαρες» και στην κατεύθυνση «της αιρετής Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης με αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο και αιρετό Περιφερειάρχη».

Η κ. Μπέη εστίασε την ομιλία της στον εκλογικό νόμο (42%) σημειώνοντας ότι με τον νόμο 3434/06 «παραβιάζεται ουσιαστικά το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος» και γι’ αυτό υπογράμμισε ότι «πρέπει να αλλάξει και όχι να παραμείνει όπως είπε ο Υπουργός, διότι τορπιλίζει τον θεσμό της Αυτοδιοίκησης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια της συνεργασίας».


Το πλήρες κείμενο της παρέμβασης της κ. Μπέη στο έκτακτο Συνέδριο της ΕΝΑΕ έχει ως εξής:


Είναι βέβαιο ότι με ξεχωριστό ενδιαφέρον προσήλθαμε όλοι μας σ’ αυτό το έκτακτο Συνέδριο της ΕΝΑΕ, αφ’ ενός γιατί έχει μέσα μας ωριμάσει η αντίληψη ότι οι υπάρχουσες δομές της Αυτοδιοίκησης δεν μας καλύπτουν πλέον, ούτε εμάς ούτε τις ανάγκες της χώρας, αφ’ ετέρου με την ελπίδα ότι θα ξεκαθαρίσουν κάπως οι απόψεις της κυβέρνησης επί των προτάσεων της Αυτοδιοίκησης που παρατέθηκαν και στο ομόφωνο ψήφισμα του Συνεδρίου της Δράμας και επανελήφθησαν χθες στην ενακτήρια ομιλία του Προέδρου της ΕΝΑΕ.


Και σ΄αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω δύο παρατηρήσεις:

Α) να εξάρω το πνεύμα συναντίληψης στο αυτοδιοικητικό επίπεδο του Β΄βαθμού Αυτοδιοίκησης, που θέλω να ελπίζω ότι θα επισφραγίσει και το Συνέδριο αυτό,

Β) να εκφράσω την απογοήτευση και τον προβληματισμό μου για την κυβερνητική θέση όπως εκφράστηκε από τον αρμόδιο Υπουργό, καθώς δεν διαφαίνεται στις προθέσεις της κυβέρνησης να προχωρήσει σε γενναίες και αποτελεσματικές τομές που θα σηματοδοτούσαν την έννοια της μεταρρύθμισης.


Όμως, αγαπητοί συνάδελφοι, οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν από εδώ και πέρα θα διαμορφώσουν τους άξονες της αναπτυξιακής προοπτικής της πατρίδας μας και θα καθορίσουν το ρόλο του αυτοδιοικητικού θεσμού σε αυτή την πορεία.


Συμφωνώντας πια όλοι ότι πρέπει να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις δεκαετιών που επέβαλαν συγκεντρωτικές λογικές με την αφαίρεση πόρων και αρμοδιοτήτων, αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι ότι πρέπει να αποτολμηθούν μέτρα που θα μας βγάλουν από το καθεστώς ενός ακόμη μηχανισμού γραφειοκρατίας που δίνει ένα άλλοθι στις ελλείψεις της κεντρικής διοίκησης.


Το στοίχημα της διοικητικής μεταρρύθμισης με άξονα την ουσία της αυτοδιοίκησης και του προσδοκώμενου οφέλους για το μέσο άνθρωπο είναι το στοίχημα που αδυνατούμε να κερδίσουμε εδώ και πολύ καιρό. Ο χρόνος της αξιοπιστίας μας όμως τελειώνει. Δε γίνεται να χάσουμε άλλη μια ευκαιρία κάνοντας δειλές αλλαγές που θα βαφτίσουμε μεταρρύθμιση. Και αυτό γιατί οι πολίτες εμπιστεύονται όλο και λιγότερο ό,τι λέγεται «δημόσιο», αντιλαμβανόμενοι πολύ καλά και τις σκοπιμότητες και τις εικονικές μεταρρυθμίσεις.


Έχει περάσει προ πολλού η εποχή όπου οι όποιες επιλογές μπορούσαν να επιβληθούν εκ των άνω χωρίς συναίνεση.


Όποτε επιχειρήθηκε αυτό καταλήξαμε σε αδιέξοδο με το κόστος να το πληρώνει και πάλι ο πολίτης.


Γι’ αυτό οι προτάσεις μας πρέπει να είναι ξεκάθαρες, οι συμφωνίες μας διάφανες και ο διάλογος ουσιαστικός και με χρονοδιάγραμμα.


Όλοι δεχόμαστε ότι η αιρετή Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση είναι μια αναγκαιότητα, για ουσιαστική δημοκρατική αποκέντρωση, γιατί ήδη υπάρχει μια τεκμηριωμένα επιτυχημένη Ευρωπαϊκή εμπειρία επ’ αυτού και γιατί η αρχή της εγγύτητας το επιβάλει. Αλλά ποια είναι αυτή; Είναι η αιρετή Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση με αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο και αιρετό Περιφερειάρχη που έχει ως κύρια και βασική αρμοδιότητα της τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της Περιφέρειας και τη διαχείριση των Περιφερειακών Προγραμμάτων και του ΕΣΠΑ ή όπως ακούστηκε εδώ, είναι ένα «αιρετό όργανο» με έμμεση εκλογή του επικεφαλής του, με παράλληλα εκλεγμένα νομαρχιακά συμβούλια που, όπως ειπώθηκε, θα αποτελούν την αποκέντρωση μέσα στην αποκέντρωση και που στην ουσία θα είναι το εκτελεστικό όργανο του σχεδιασμού και της διαχείρισης που θα αποφασίζεται από 5-6 υπερσυγκεντρωτικές κρατικές περιφέρειες; Αυτή είναι αλήθεια, συνάδελφοι, η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση των προσδοκιών μας;


Και υπάρχει ένα ακόμα ζήτημα, αγαπητοί συνάδελφοι, που με εντυπωσίασε και θεωρώ υποχρέωση μου να αναδείξω. Με μεγάλη έκπληξη άκουσα εχθές τον Υπουργό Εσωτερικών να είναι απόλυτα ξεκάθαρος σε ένα και μόνο θέμα, στο θέμα του εκλογικού νόμου. Μας είπε ότι αυτός μένει, δεν αλλάζει.

Κι όμως, συνάδελφοι, η φιλοσοφία και η πρακτική άσκηση της αυτοδιοίκησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την έννοια της συνεργασίας. Στον χώρο της αυτοδιοίκησης επιτελούνται κατ’ εξοχήν οι αποτελεσματικότερες συναινέσεις και οι από κοινού προσπάθειες. Κι αυτός ο εκλογικός νόμος τορπιλίζει στον πυρήνα της αυτή τη δημοκρατική και κατακτημένη δυνατότητα.

Με το νόμο 3434/06 η Κυβέρνηση θέλοντας να εμποδίσει όπως η ίδια ομολογεί, τις συνεργασίες των συνδυασμών στο 2ο γύρο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, εισήγαγε το θεσμό των «Δημάρχων και Νομαρχών μειοψηφίας», δηλαδή αυτών που εκλέγονται με το 42%. Πιστεύω ότι με τον νόμο αυτό παραβιάζεται ουσιαστικά το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος.

Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η επαναληπτική εκλογή οδηγεί σε «ευκαιριακές και επίμεμπτες συνεργασίες συνδυασμών» που νοθεύουν τη λαϊκή βούληση. Ξεχνά όμως ότι οι συνεργασίες αυτές τίθενται στην κρίση του εκλογικού σώματος, που τις αποδέχεται ή τις απορρίπτει. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα το εάν μια συνεργασία είναι «επίμεμπτη» ή όχι το κρίνει ο λαός και όχι ο νόμος της Κυβέρνησης.

Ένα άλλο επιχείρημα που πρόβαλε η κυβέρνηση ήταν ότι η εκλογή με 42% «διασφαλίζει δημοκρατική νομιμοποίηση του Δημάρχου ή Νομάρχη». Με την καθιέρωση του 42% όχι μόνον δεν υπάρχει «δημοκρατική νομιμοποίηση» αλλά αυθαίρετα και παράνομα αναιρείται στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δηλ. στο υπόλοιπο 58%, το δικαίωμα να εκλέξει Δήμαρχο ή Νομάρχη που θα εκφράζει την πλειοψηφία του λαού.

Ειπώθηκε ακόμα ότι αφού μπορεί ένα κόμμα να σχηματίσει Κυβέρνηση με 42%, πόσο μάλλον το ίδιο ισχύει και για την αυτοδιοίκηση. Είναι γνωστό όμως ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα η Κυβέρνηση οφείλει πάντοτε να έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας της Βουλής, στήριξη που μπορεί να χαθεί κατά τη διάρκεια της θητείας της με αποσκιρτήσεις βουλευτών ή και με τη διάσπαση του κόμματος της πλειοψηφίας.

Αντίθετα ο Δήμαρχος ή ο Νομάρχης που εκλέγεται για μια τετραετία είναι μονοπρόσωπο όργανο και η θέση του δεν εξαρτάται από τη στήριξη της πλειοψηφίας του δημοτικού ή του νομαρχιακού συμβουλίου. Ο Δήμαρχος ή ο Νομάρχης παραμένει στην εξουσία ολόκληρη την τετραετή θητεία του και κανένας δεν μπορεί να τον ανατρέψει. Είναι επομένως εφοδιασμένος με αυξημένες εξουσίες και γι’ αυτό θα πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή αποδοχή και να είναι εκλεγμένος από την πλειοψηφία των εκλογέων.

Ο νόμος του 42% μαζί με τα αντιδημοκρατικά του αποτελέσματα δημιουργεί και 2 κατηγορίες Δημάρχων και Νομαρχών, τους εκλεγμένους από την πλειοψηφία του λαού και τους εκλεγμένους από την μειοψηφία.

Για όλες αυτές της αιτιάσεις και πολλές ακόμα που θα μπορούσα να αναφέρω, θεωρούμε ότι ο νόμος του 42% κατ΄ εξοχήν πρέπει να αλλάξει και όχι να παραμείνει όπως είπε ο Υπουργός.

Με αυτές τις σκέψεις, κλείνοντας, θέλω να εκφράσω την ευχή και την ελπίδα ότι το Συνέδριο αυτό που ξεπήδησε μέσα από μια αναγκαιότητα, θα καταλήξει σε κοινά συμπεράσματα και δεσμεύσεις που θα αποτελέσουν προωθητικό μηχανισμό για μια μεστή και ουσιαστική διοικητική μεταρρύθμιση-αναγκαία συνθήκη για το μέλλον της Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας.